Οι πιο συνηθισμένες επιπτώσεις του θηλασμού του δακτύλου επικεντρώνονται:
1. Στη μορφολογία του σκελετού του προσώπου.
Παρατηρείται αυξημένη κυρτότητα του προσώπου, καθώς η άνω γνάθος έλκεται προς τα εμπρός και στρέφεται προς τα άνω, λόγω της απομύζησης και της θέσης του δακτύλου, ενώ η κάτω γνάθος προς τα κάτω και πίσω.
2. Στη σύγκλειση των δοντιών και στη μορφή των οδοντικών τόξων.
Ανάλογα με τη θέση που παίρνει το δάκτυλο κατά το θηλασμό, μπορεί να εμφανισθεί χειλική απόκλιση των άνω τομέων και διαστήματα μεταξύ τους,- οπότε και αυξάνεται ο κίνδυνος τραυματισμού τους -και γλωσσική απόκλιση των κάτω, ή πρόσθια χασμοδοντία αν η διάρκεια της συνήθειας του θηλασμού του δακτύλου είναι μεγάλη.
Το άνω οδοντικό τόξο επιμηκύνεται και στενεύει σε σχήμα λάμδα, εξαιτίας της ανισορροπίας των δυνάμεων του βυκανητή και της γλώσσας και συνυπάρχει με μια υψηλή και στενή υπερώα. Το εύρος του κάτω οδοντικού τόξου αυξάνεται στην περιοχή των οπίσθιων δοντιών, λόγω της θέσης και της επίδρασης της γλώσσας. Στο εγκάρσιο επίπεδο προκαλείται οπίσθια σταυροειδής σύγκλειση-ετερόπλευρη ή αμφίπλευρη, η οποία στη νεογιλή οδοντοφυία, συχνά συνοδεύεται και από πλαγιολίσθηση της κάτω γνάθου.
3. Στο μηχανισμό της καταπόσεως.
Κατά τη διάρκεια του θηλασμού του αντίχειρα η κορυφή της γλώσσας παρεμβάλλεται μεταξύ των πρόσθιων άνω και κάτω δοντιών και αποφράσσει τη στοματική κοιλότητα, ενώ οι μύες που συμμετέχουν είναι οι δύο μοίρες του σφιγκτήρα του στόματος και ο βυκανητής. Ακόμη το άνω χείλος είναι αδρανές, με παθητική θέση πάνω από τους άνω τομείς, ενώ το κάτω χείλος παρουσιάζει αυξημένη δραστηριότητα λόγω της απομύζησης. Οι περιστοματικοί μύες και κυρίως ο σφιγκτήρας του στόματος και ο γενειακός μυς έχουν αυξημένη νευρομυική δραστηριότητα, σε σύγκριση με το βυκανητή, ο οποίος, όμως, δημιουργεί υψηλή παρειακή δύναμη, ιδιαίτερα στην περιοχή των προγομφίων. Σε άτομα με πρόσθια χασμοδοντία η παρεμβολή της γλώσσας μεταξύ των προσθίων δοντιών, που παρατηρείται κατά την κατάποση,
μπορεί να αποτελεί μια αναγκαία προσαρμοστική κίνηση προκειμένου να επιτευχθεί απόφραξη του φραγμού, η οποία, μαζί με τη σύσπαση των χειλιών, επιτρέπει την έναρξη της διαδικασίας της καταπόσεως. Σε πολλές περιπτώσεις η παρεμβολή και προώθηση της γλώσσας έπεται της δημιουργίας της πρόσθιας χασμοδοντίας, που μπορεί να άρχισε από μια συνήθεια θηλασμού του δακτύλου. Υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες η προώθηση της γλώσσας, κατά την κατάποση, είναι συνυφασμένη με χρόνια στοματική αναπνοή, υπερτροφικές αμυγδαλές, αδενοειδείς εκβλαστήσεις, φαρυγγίτιδες και άλλες καταστάσεις που δυσχεραίνουν την αναπνοή.
4. Στη λειτουργία της μασήσεως.
Λόγω της χασμοδοντίας όπου τα άνω πρόσθια δόντια δεν έρχονται σε επαφή με τα κάτω, αλλά μόνο τα πίσω, η λειτουργία της μάσησης των τροφών γίνεται πλημμελώς με όλες τις απορρέουσες δυσάρεστες συνέπειες στην ομαλή λειτουργία του πεπτικού συστήματος.
5. Στα περιστοματικά μαλακά μόρια.
Συνήθως στις περιπτώσεις αυτές, με τη συνήθεια του θηλασμού δακτύλου, το γένειο είναι σε σύσφιξη-σύσπαση και τα χείλη δεν έρχονται σε επαφή σε θέση ηρεμίας. Παρατηρείται και μια ανισορροπία στις λειτουργίες των χειλιών, διότι ο θηλασμός του δακτύλου ευνοεί μια υποτονικότητα και πλαδαρότητα του άνω χείλους, το οποίο παραμένει κοντό και ανενεργές, ενώ το κάτω χείλος αναγκάζεται να υπερλειτουργεί και να παρεμβάλλεται μεταξύ των άνω και κάτω τομέων κατά την κατάποση.
6. Στη λειτουργία των κροταφογναθικών διαρθρώσεων.
Η «στένωση» του άνω οδοντοφατνιακού τόξου έχει σαν συνέπεια τα πίσω δόντια να μην συγκλείνουν κανονικά, τα άνω με τα κάτω, η όλη λειτουργία του οδοντογναθοπροσωπικού συστήματος να μην είναι φυσιολογική και να έχουμε δυσλειτουργίες των κροταφογναθικών διαρθρώσεων.
7. Στην αναπνευστική λειτουργία.
Η ανισορροπία των περιστοματικών μυών και της γλώσσας, που παρατηρείται σ’αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να υποκαταστήσει τη ρινική αναπνοή με στοματική ή μικτή, με όλες τις συνέπειες στην υγεία των ούλων, του βλεννογόνου του στόματος, του στοματοφάρυγγα και στην ομαλή λειτουργία του αναπνευστικού συστήματος.
8. Στην άρθρωση του λόγου.
Μπορεί να παρατηρηθεί αλλοίωση της ομιλίας του παιδιού και να προκαλέσει σ’αυτό φωνητικά ελαττώματα. Δυσκολεύεται το παιδί, στο να προφέρει καθαρά το «σίγμα» στις περιπτώσεις με πρόσθια χασμοδοντία ή με αραιοδοντία στα πρόσθια άνω δόντια. Ακόμη το παιδί παρουσιάζει δυσχέρεια στην ομιλία όταν τα πρόσθια δόντια της άνω γνάθου προέχουν πολύ από αυτά της κάτω.
9. Στην επικοινωνία.
Καθ’ότι μειώνεται το θάρρος και η αυτοπεποίθηση του παιδιού
10.Στην ψυχολογία του παιδιού.
Δεν αναφερόμαστε στα αίτια του θηλασμού του δακτύλου τα οποία μπορεί να είναι και ψυχολογικά, αλλά στις επιπτώσεις-συνέπειες, που μπορεί να δημιουργηθούν από τη συνήθεια του θηλασμού του δακτύλου. Έτσι, οι ως άνω επιπτώσεις μπορεί να επηρεάσουν και τον ευαίσθητο σήμερα ψυχισμό του παιδιού και να προκαλέσουν σύμπλεγμα κατωτερότητας. Η αλματώδης εξέλιξη της ψυχολογίας τα τελευταία χρόνια, έφερε στο προσκήνιο την επίδραση των ανωμαλιών του οδοντογναθοπροσωπικού συστήματος στην ψυχική σφαίρα του ατόμου. Έχει διαπιστωθεί ότι τα παιδιά τα οποία έχουν οδοντογναθοπροσωπικές ανωμαλίες, είναι δύστροπα και υστερούν των συνομηλίκων τους όχι μόνο κατά την πνευματική, αλλά και κατά την σωματική τους ανάπτυξη.
Από την εποχή του Αριστοτέλη [ 384-322 π. Χ. ] ήταν γνωστό ότι «η του σώματος μορφή αλλοιουμένη συναλλοιεί και την της ψυχής έξιν» καθώς επίσης «οία η μορφή, τοιάδε και η ψυχή».
11.Στη γενικότερη υγεία του οργανισμού
Καθότι η είσοδος των δακτύλων στο στόμα του παιδιού θα μεταφέρει στη στοματική κοιλότητα μικρόβια από το περιβάλλον με όλα τα επακόλουθα.
Pingback: Ο θηλασμός του δακτύλου | www.orthodontist-toutountzakis.gr